- αδικοκρατώ
- (-άω και -έω)κατακρατώ κάτι άδικα, παράνομα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο-* + κρατώ.ΠΑΡ. αδικοκρατία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
αδικοκρατία — η [αδικοκρατώ] επικράτηση τού αδίκου, τής αδικίας … Dictionary of Greek